- πολύρρινος
- πολύρρινοςwith many hidesmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύρρινος — ον, Α (για ασπίδα) αυτός που αποτελείται από πολλά δέρματα ή αυτός που έχει πολλές δερμάτινες πτυχές («πολύρρινος σάκος», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ῥινός«δέρμα»] … Dictionary of Greek
πολύρρινον — πολύρρινος with many hides masc/fem acc sg πολύρρινος with many hides neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύδερμος — ον, Α 1. πολύρρινος 2. (για κοιλιακά τοιχώματα) αυτός που έχει αλλεπάλληλες στιβάδες δέρματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δερμος (< δέρμα, ατος), πρβλ. παχυ δερμος] … Dictionary of Greek
ρίς — και ῥίν, ῥινός, ή, ΜΑ η μύτη, το όργανο τής όσφρησης και τής αναπνοής (α. «ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῑνα ἑκαστῳ θῆκε φέρουσα», Ομ. Οδ. β. «ἀποταμὼν τὴν ῥῑνα», Ηρόδ. γ. «ἕλκεσθαι τῆς ῥινός», Λουκιαν.) αρχ. στον πληθ. αἱ ῥῑνες τα ρουθούνια (α. «στόμα τε ῥίνας … Dictionary of Greek